τζουτζές

τζουτζές
ο, Ν
1. πολύ μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος
2. γελωτοποιός, γελοίο πρόσωπο, κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuce].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τζουτζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. νάνος. 2. γελοίο πρόσωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουτσές — ο, Ν βλ. τζουτζές …   Dictionary of Greek

  • τσουτσές — ο βλ. τζουτζές, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”